- κολπίτιδα
- Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή των ωοθηκών, αλλά μπορεί να είναι και συνέπεια αυτών των παθήσεων. Η ατροφική κ. χαρακτηρίζεται από ξηρότητα του κολπικού βλεννογόνου, ενώ η κ. από λοίμωξη εκδηλώνεται κλινικά με άφθονα δύσοσμα κολπικά εκκρίματα και κνησμό. Η θεραπεία της κ. είναι αιτιολογική (όπως για παράδειγμα ορμονοθεραπεία στην ατροφική κ.) και στην περίπτωση που ενέχεται λοίμωξη πρέπει να θεραπεύεται και ο σεξουαλικός σύντροφος, ο οποίος συχνά είναι απλώς φορέας και δεν νοσεί.
Στην κτηνιατρική, η κ. των αγελάδων είναι χρόνια ασθένεια και οφείλεται σε στρεπτόκοκκο. Χαρακτηρίζεται από διόγκωση των λεμφικών στοιχείων, διαπύηση του βλεννογόνου και αιδοιοκολπικό ερεθισμό, που εμποδίζει τη συνουσία και τη γονιμοποίηση. Η ασθένεια είτε είναι αφροδίσια και μεταδίδεται από τον ταύρο είτε προέρχεται από τον χώρο σταβλισμού των ζώων, αν δεν τηρούνταιοι κανόνες υγιεινής. Θεραπεύεται σε διάστημα τριών ή τεσσάρων εβδομάδων με καυστικά φάρμακα.
* * *ηιατρ. φλεγμονή οξεία ή χρόνια τού βλεννογόνου τού γυναικείου κόλπου ή τού κόλπου θηλυκών ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, και αντιδάνεια ως προς την κατάληξή της, πρβλ. γαλλ. vaginite. Η λ., στον λόγιο τ. κολπῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.